- συνέρωμαι
- σύν-ἔρομαιaskaor subj mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνερώ — (I) άω, Α 1. αγαπώ κι εγώ το ίδιο πρόσωπο με κάποιον άλλο 2. μέσ. συνερῶμαι, άομαι έχω αμοιβαία αγάπη, έχω αμοιβαίο έρωτα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρῶ (Ι) «αγαπώ»]. (II) άω, Α ανακατεύω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρῶ (ΙΙ) «χύνω έξω»].… … Dictionary of Greek